Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Με τη γλώσσα του τόπου μας


Στη στήλη αυτή φιλοξενούμε αφηγήσεις, εξιστορήσεις, καταθέσεις βιωμάτων και εμπειριών από ανθρώπους του Βαλτινού, που διατηρούσαν ή διατηρούν το γλωσσικό μας ιδίωμα ατόφιο, όπως ακριβώς το παρέλαβαν από τους προγόνους μας.
Θέλωντας να καταγράψουμε, να διασώσουμε και να αναδείξουμε αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας και προφοράς του τόπου μας, που συνθέτει μια ιδιάζουσα γλώσσα με τοπικό χρώμα, μια γλώσσα με ύφος απλοϊκό, αλλά με περιεχόμενο απλό, λιτό και απέριττο, με λόγο πυκνό και με σκέψη θυμόσοφη, παρουσιάζουμε τις παρακάτω αφηγήσεις, ατόφιες, χωρίς να αλλάξουμε ή να διορθώσουμε κάτι, διατηρώντας έτσι την ιδιωματική προφορά και την αυθεντικότητα της γλώσσας του τόπου μας.



Βαλτσινιώτικη ντοπιολαλιά
"Μόλις ξιγκουρλώθκα"

Τώρα το καλοκαίρι μι τις τρανές ζέστες κάθουμι κάτ΄ απου κάνα πλατάνι κι θυμάμι παλιές ιστουρίες. Θα στις μολογήσω, γράψτεις άμα θες.
Τότι, παλιά, η κόσμους διάβαζαν, έραβαν, κιντούσαν μι γκαζόλαμπις κι γκαζουκάντηλα, μην κοιτάς σήμιρα. Σημιρα είνι αλλιώς. Τότι είχαμαν φτώχια.
Τα βράδια τηράγαμε τουν ουρανό κι η μάνα μας έλεγε: μη μιτράς τ’ αστέργια τη νύχτα, θα βγαλτς γκαρδαβίτσις στα χέργι α σ’.
Γκοτζάμ πιδγιά τότις τς γειτουνιές, γιομουζάμαν τς τσέπις κουκόσις κι τρώγαμι ούλη τη μέρα.
Να τηγανίζουν λουκάνικα σι κάτι άλλα σπίτια κι να σι γαργαλιώτι η μύτη απ’ τη μουσκουβουλιά!
Σαν αγκαστρουμένους κάνου τώραεά για λίγου ψητό, έλεγα από μέσα μ.
Είμαν πουλύ αλαίμαργους, έτρωγα έναν γκιρεμέ.
Δεν άντεξα πήγα κι χάλιψα λίγου φαί.
-Τι καλό γιόμα έχτι σήμερα; Είπα.
-Λουκάνικα, κόπιασε να σι φλέψουμι
Ε! μ΄ έβαλαν οι άνθρουποι να φάου
Έ ρε παιδί μου, μι σταμάτσι νια μπουκουσιά ιδώεα στου γκουργκουλιάγκου κι κόντιψα να πνιχτού.
Γκουρλίτσα κακιά να σι μάσι. Είπα μέσα μ΄.
Νια σταγόνα νιρό να βρέξου λίγου του γκουργκουλιάγκου μ’
Μόλις ξιγκουρλώθκα άρχισα πάλι να τρώου.
Αμ, δε θα του βάλου κι γκιντέρι κιόλα.
Καλύτερα να πάου χορτάτους παρά νηστκός!
Χα! Χα! Χα! Γιλούσαν κι αυτοί γιλούσα κι εγώ!






Βαλτσινιώτικη ντοπιολαλιά
"Ο καυγάς"

Τώρα το καλοκαίρι μι τις τρανές ζέστες κάθουμι κάτ΄ απου κάνα πλατάνι κι θυμάμι παλιές ιστουρίες. Θα στις μολογήσω, γράψτεις άμα θες.
Νια βουλά, παλιά, στου Βαλτσινού μάλωσαν η Κώτσιος μι τουν Νάσιου κι γίνκι τς κακουμοίρας. Βούιξει του χουργιό.
Σιαματ΄ ήταν κι καμιά αφουρμή τς΄προυκουπής! Χαζαμάρεις! Σκουτώθκαν για του τίπουτας ντιπ, σαν τα χαμένα σκλιά. Αμόρφουτους κόσμους, τι πιριμέντς!
Έλεγε ου Κώτσιους, δε θα του μπλάξου πθινά τουν Νάσιου; θα ιδεί!
Κι ήρθι η ώρα π΄ ανταμώθκαν ου Κώτσιους, μι τουν Νάσιου, αυτούια στην πλατέα κι αρχίντσαν:
Κώτσιους: Καλά, ισύ δεν γλεπς ντιπ, αμόλτσεις τα πράματα μές στου τχομ΄ του τριφύλλι κι του λαμάντζαν όλου;
Νάσιους: Α!...
Κώτσιους: Α; αξ κι κάρνας
Νάσιους: Άι, άι , χάζιψις, πιδάκι  μ’
Κώτσιους: Ιγώ χάζιψα, ή ισύ καντς πως δε γλεπς; Ντιπ, γκαβάνας είσι; Άλλη  φουρά ν’ ανοίγς τα γκαβά σ’ κι να τα φλας καλύτερα τα ζώα σ΄.
Νάσιους: Ποια ζώα α. Άι μι φένιτι δεν ξερς τι σι γίνιτι,
Κώτσιους: Ιγώ δεν ξέρου τι μι γίνιτι; Καλά!!!
Νάσιους: Α! μι φένιτι δεν πατάς καλά, ντιπ αλάδουτους είσι, δεν σ΄ έρξι ντιπ λάδι η νουνός σ’,
Κώτσιους: Άρα καραπούτσκαρε θα βγεις κι απου παν κιόλας;
Νάσιους: Άσι τς χαζαμάρεις τώρα, σι λέου, ούλου χαζουκουβιντγιάζει, αντρειώτχις, δεν είσι κάνας κούτσικους,.
Κώτσιους: Α! μι φένιτι δεν καταλαβαίντς τίπουτις, σκέτους γκρας είσι
Νάσιους: Ιγώ είμι γκρας; Άρα, δεν αντρέπισι ντιπ,
Κώτσιους: Ου! να χαθείς, να μη σι βλέπου στα μάτια μ΄ αφουρισμένου
Νάσιους: Μη μι πλας ιμένα αγριάδα, γιατί…
Κώτσιους: Τι γιατί ρε! Τι γιατί; Ένα γουμάρι κι μψο είσι.
Νάσιους: Αστένεια κακιά να σι μάσει
Κώτσιους: Αν σι πχιάσου, θα σι γκουρλώσου…
Πες η ένας πες η άλλους αρπάτχαν στα χέρια ου Κώστσιους μι του Νάσιου.
Βρε καλέ μ’, βρε αχαμνέ μ’, μπα, πού να τς κάντς ζάπι να κάτσουν καλά.  
-Γκλαμπάτσα κακιά να σι μάσει, ο ένας.
-Αστένεια γουρνίσια να σι μάσει, ου άλλους…
Άι, αλιά π’ δε κόβει. Γκουτζιάμ άντρις κι κάν΄ χαζαμάρεις ακόμα.
Πιάστκαν στα χέρια κι έγινι τς κακουμοίρας.
Γκουρδουκλιόνταν  στου χώμα σαν τα σκλιά.
Λε λια γκούρλουμα απ’ θέλαν κι οι δυό!
Τουν έπχιασι απ’ τα μαλλιά ου Κώτσιους κι τουν αλάνιασι στου ξύλου.
Ύστιρα τουν δίνει μία στου δόξα πατρί, ου Νάσιους, πάρτουν κατ’.
Πιτάτχαν μιτά εκεί, ου κόσμους κι τς χώρσαν. Αμάν -ζαμάν να τς κάνουν καλά…
Πού να τα βγαλτς πέρα μεαυτούς· ξερς τι ζαβοί που είνι κι οι δυο;






Βαλτσινιώτικη ντοπιολαλιά
"Το προξενιό της Βασίλως"

Έ ρε γαμώτω, πως πέρασαν τα ρ΄μάδια τα χρόνια! Γέρασάμαν.
Θα σι που, πως έγινι του προυξινιό του θκό μ.
Τότι δεν σι ρουτούσαν αν σ΄ αρέσι, ή όχι, αυτόν που θα σι πάντριυαν. Άμα τ’ αποφάσιζαν οι τρανοίτεροι… τον έπαιρνες κι έλεγες κι ένα τραγούδι!
Είχαμι κλείσει, απ’ λες,  αραντεβού στα παζάρια, στα Τρίκαλα
Σεπτέμβρης μήνας. Είχι μια ζέστα, ένα λυουπίρι, καίγουνταν ου τόπους!
Γραπατσούλα πίσου κάπλα στου γουμάρι, άλλοι μι τα πουδάρια κι βουρ για τα παζάρια!
Ιμείς οι Διαλισιώτες είχαμι φτάσει πρώτοι κι περιμέναμι.
Κάπουτι κι αλλότι, είδαμι να φτάνουν κι οι Βαλτσινιώτες, ήταν καμιά δεκαριά νοματαίοι.
Μόλις έφτασαν κοντύτερα, κοιτάζω ιγώ έναν κουντακνό κι αγανό, φόραγε παλτό κι ήταν κουμπουμένους μέχρι απάν, γαμπρός!
-Έ ρε θέ μ΄, είπα απού μέσα μ, κάνει να είναι όποιος δήποτε άλλος θέλει ου γαμπρός, εκτός απ΄ αυτόν!
Έ! έφτασαν κοντά, χαιρετηθήκαμαν, συστηθήκαμαν… ιγώ η φουκαριάρα δεν μίλαγα, έμεινα άφωνη.
-Γιατί δε μιλάς, τ’ άκριτου του νιρό ήπχις;  Άι, να μας ζήσουν, η ώρα καλή! είπι κάποιος.
-«Άχ! Βάτχια κι αγκάθχια πάτησα, Βασίλω μου, ώσπου να σ’ ανταμώσου»! είπα από μέσα μ΄
Αχ αρμάδα γκαβοτύχη μ΄!!! αυτός ήταν, απ’ δεν ήθελα!!!
Α! τουν παντρεύκα αυτούια κι πρόκουψα!!!







Αφήγηση 1η : "Ο θερισμός"

-Α ρε, ου κόσμους τότε είχε πολύ τυράγνια.
Θέρ'ζεις ούλ'τη μέρα, πάινις το βράδυ να φας ψωμί στου σπίτι, δεν είχις κι να φας.
Τι να φας; Ξυδουπάπαρα ή κουρκούτι!
Εφυγνι, τάχα η γναίκα τ'απόγεμα με κανα χέρι ήλιο να πάει να μαγειρέψει.
Τι να μαγειρέψει; Χκιά; Xα! Xα! Xα!
Τότε τα στιάρια τα θέρ'ζει ου κόσμους κι τά'φτιαχνι θημωνιές έξω στα χουράφια. Επιανι η βρουχή τη χαλούσι τη θημωνιά...την έφτιαχναν τρόυρα να στιγνώσει. Αιντι αρχνούσι άλλος μι του κάρου, αμάξια είχαν τότι, σάματ' είχαν όλοι κάρου;
Μετά έρχονταν η κουμπίνα, Πατόζες μηχανές τσ'έλεγαν.
Στου Βαλτσινού είχαν μια ο Κώτσιους ου Καραθανάσ'ς, μαζί με τον Μανίτσα κι τον Βελέντζα, συνεταιρικά την είχαν.
Σ' αυτή δούλεψα εγώ κάμποσο καιρό. Μας έδωναν δέκα οκάδες στιάρι τη μέρα. Απ'του πρωί μέχρι του βράδυ τσ'οχτώ η ώρα. Να καρφώντ'ς του φκούλι κι να του πιτάς απάν. Απάν' ήταν δυο δέτες. Ενας έκουβι κι άλλους τά 'δουνι κι πάειναν μέσα στην πατόζα κι έβγινι στιάρι, κι αλλού έβγινι τ'άχυρου με τον λουλά πέρα. Γιόμουνι απάν, απ'λες, ο σουρός, τραβούσις λίγου παραπέρα του λουλά με του σκ'νί να πέσει.
Εκεί δεν έβλιπις τα μούτρα σ' αν ήσαν άνθρωπους, αν δεν ήσαν. Δεν φαίνουσαν ντιπ, απ'τη σκόνη. Αξύριστοι, λέρις εδώ. Πότε; Που να πας;
Τριάντα μέρες, δεν πάινις στου σπίτι ούτε να λουστείς ούτε να πληθείς.
Ούλ'τη νύχτα, δεν σταματούσι. Ουλ'τη νύχτα.
Μόλις τέλειωνι αυτό τ'αλώνι, δίπλα ήταν άλλο. Εκανι μετακόμιση η μηχανή, πάινι εκεί. Εκεί δεν είχει εργάτες στα τσιουβάλια. Τα τσιουβάλια τά'κουβι αυτός απ'ούχι το στιάρι, ο νοικοκύρης. Τα ξικρέμαζι τα κρέμαζι, τά'βαζι στη ζυγαριά, τα ζύγιζαν, φόρτωνι ύστερα το κάρο κι τά παιρνει. Τέλειωνε όλο τ'αλώνι απ'ούχει απ'λες. Πόσες θημωνιές; Δυό θημωνιές, τρείς, τέσσιρις, αναλόγως πόσα στιάρια είχε καθένας.
Τα μάζευι τα τσιουβάλια εκεί τρακάδα, τα φόρτωνι κι ύστερα κρατούσι το δικαίωμα απ τη μηχανή.
Αλλά πιο δυσκολότερη ήταν η πατόζα απ'τα τσιουβάλια. Στα τσιουβάλια ήσαν λίγου καθαρός, δεν είχι σκόνη.
Υστερα οι πατόζες έβγαλαν ανεβατόρια. Ηταν δυο άτομα κι έριχναν τα δεμάτια εδώ και τα πάινι απάν. Απάν ήταν ένας δέτης μονάχα.
Τά 'κοβε κι πάιναν μέσα, βούπ! Δεν είχει τόσο προσωπικό, όσο με τα φκούλια
είχι λιγότερο προσωπικό.
Για τ'άχυρα είχαμαν τα κάρα κι έφκιανάμαν' καλαμωτά. Επαιρνάμι λυσιές, βέργες κι τσ'έπλεγάμαν γύρου - γύρου, τσ'δέναμι κι τσ'έβαζάμι απάν' στου κάρου. Κι είχαμι φκούλες, όχι φκουλάκια, αυτά τα μικρά. Φκούλα μι έξι τσιατάλια. Κι έριχνάμι απάν' τη γέμουνάμι απ'λες, ήταν ένας απάν' πατούσι κι άλλος απου κάτ' μι τη φκούλα έριχνι. Υστερα τα κουβαλούσαμι τσ' αχυρώνες. Γυρνούσι το κάρο δίπλα στην αχυρώνα κι ξιφουρτώναμι μέσα τ' άχυρου. Πατούσαμι πάλι μέσα εκεί να του πάρει όλου τ' άχυρου.
Υστερα βγήκαν οι μηχανές που έδεναν μπάλες. Τσ'έδεναν μπάλες ύστερα και τσ' κουβάλαγαν στα αχούρια.

 Νίκος Απόχας






Αφήγηση 2η : "Ο κούβαλος"

Υστερα βγήκαν οι μηχανές που έδεναν μπάλες. Τσ' έδεναν μπάλες ύστερα και τσ' κουβάλαγαν, στα αχούρια.
Εδεναν και τα χορτάρια. Τότε τα χορτάρια, τα τριφύλλια, τάκαναν θημωνιές δεν είχαν αχυρώνες ου κόσμους.
Τα τριφύλλια τα' δεναν με τσιρένια. Το 'δενις το τριφύλλι, το' φκιαχνις δεματκό, το μάζευις, ωπ! το φόρτωνις. Οσοι είχαν αχυρώνες ή καλύβες ας υποθέσουμι το' βαζαν μέσα. Οσοι δεν είχαν τα' φτιαχναν θημωνιές. Εκοβαν έναν πλάτανο απ' αυτού απ' τα πλατάνια όπως ήταν το τηλεγραφόξ'λου
Κι έφιρνις τρώιρα το πατούσις κι α! α! Απάν. Υστερα απάν' το μάζευις το σκέπαζις κι έκοβις σκλίζα, το'ριχνες απο πάν' έτσι λίγου να μη περουνιάζει κάτ' η βρουχή. Κι η βρουχή έσταζι απ'τσ'πάντες. χα! χα!
Πάινις τραβούσις ύστερα απου κάτ' το τσιρένι να το βγάλ'ς. Αιντι έκανε σακάτ' αυτό. Χα! Χα!

 Νίκος Απόχας




  


Αφήγηση 3η : "Αλωνισμός"

Ικεί πέρα απ' λες απ' αλώντζι η μηχανή τά 'ριχνι τα τσιουβάλια, πάινι του τραχτέρι, τα φόρτωνες στην πλατουφόρμα απάν' μές στου χουράφι δεν πάινι να τα μετρήσει.
Αμα ήθελες να τον κλέψεις τον έκλεβις στο χουράφι κι πάινις ύστερα κοντότερα κι τά'παιρνις.
Τότι που δ'λεύαμαν στου Μπαντόλια, στην κουμπίνα, ο Γιώργους Καραγιώργους ήταν στου τραχτέρι. Εμείς φορτώναμι, όπως ήταν τα τσιουβάλια στη σειρά, όπως τα πετούσαν κάτ' οι δέτες, κι αυτός έξι, εφτά τσιουβάλια τά'ριχνι καλαμιά απου πάν' κι τα σκέπαζι, απ'λες.
Ου Τζάλας ου Γιώργους τα μέτρησι, τα τσιουβάλια γρηγουρότερα προτού να πάμι εμείς εκεί. Πολλοί δεν τα μετρούσαν, τα μετρούσαν στο σπίτι.
Εγώ όμως πουνηρεύκα απ'λες. Του λέου τον Καραγιώργου, «Γιώργου», «Ε»,
«Η Τζάλας θα τα μέτρησι τα τσιουβάλια», «Α ρε», λέει. «Τά'χει μετρήσει»!
Τά 'χει μετρήσει όμους η Τζάλας.
Είχαμαν φορτώσει κάπ' ογδονταοχτώ τσιουβάλια στη πλατουφόρμα κι έμειναν οχτώ. Ογδονταοχτώ τσιουβάλια, τά'χει γραμμένα η Τζάλας.
Του λέου «θα μας πάει πέρα να τα φορτώσουμι», του λέου.
Πάμει στου σπίτι, η Τζάλας είχει πλάστιγγα.
Εκει άδειαζις μές στην αποθήκη, τά'βαζις με τη σειρά κι μετρούσις δέκα-δέκα.
Τα μάζευις, τά'βαζις μέσα. Υστερα ο Τζάλας πούχει του στιάρι ήταν εκεί, μετρούσι κι αυτός. Λέει, «κράτα το δικαίωμα» πόσο ήταν το δικαίωμα, μετράει...
«Α, Λείπουν οχτώ τσιουβάλια» λέει ου Τζάλας.
Του λέου «εμείς δεν είδαμαν τσιουβάλια, αν είνι τίπουτα, αν τάταν μες στην καλαμιά τίπουτα, δεν ξέρου»,του λέου.
«Εγώ τα τσιουβάλια τα μέτρησα, ήταν ογδονταοχτώ τσιουβάλια» λέει.
Η Γιώργους Καραγιώργους κουκκίνζει. «Του τραχτέρι» λέει ο Τζάλας
«κι να πάμι πέρα κι να δείς λέει σε ποιό μέρος είν'τα τσιουβάλια».
Ηταν εδώ πέρα στα χασιώτ'κα.
Κι πάει εκεί απ' λες απ'τάχει σκεπασμένα η Καραγιώργους με την καλαμιά απ' λες. Του λέου «είδις» του λέου του Καραγιώργου, «πως μας έπιασει» του λέου, «Ασε ρε παιδάκι μ'» του λέου «θα έπιρνις εφτά τσιουβάλια» του λέου «κι τι θα γενόταν», του λέου.
Ε! ρε παιδί μ' γαμώ τη φτώχεια τ', γαμώ.

 Νίκος Απόχας







Αφήγηση 4η : "Αλωνισμός"

Τότε τσ' κουμπίνες δ' λεύαμαν τέσσιρις τσιουβαλάδες κι δυο δέτες, έξι, ο παραλήπτης, εφτά κι ένας μι του τραχτέρι, οχτώ.
Είχαμι κι του Στέργιου Ρούση μάγειρα κι έβραζι τα αυγά στου ταψί.
Ερχόμασταν κανα βολά να φάμι, απ'λες κολατσιό, τ'αυγά τά'χι στου ταψί, κι τα αυγά ίφιρναν τρώιρα μες στου ταψί. Εβαζι τα αυγά στου ταψί κι έπαιζι του κουμπουλόι, τρακ, τρακ, τρακ, τρακ. Τα αυγά έφιρναν γύρα μες στου ταψί.
Τον βλέπει η Κατίνα απ'λες, "Ε ρε Στέργιου λέει άσωτες κατσαρόλες έχ'ς, στο ταψί τά'βαλες τα αυγά να βράσουν". "Να χουρεύουν" λέει ου Στέργιους. Χα! Χα!
Μια άλλη φορά, πάμι να φάμι. Ο Στέργιους δεν είχι κατεβάσει τα φασόλια ακόμα απ'τη κατσαρόλα, κουβέντιαζει μι τσ'γναίκεις εκεί στο χωριό, ήταν κοντά στα σπίτια εκεί. Τα φασόλια τά 'ψηνι ακόμα, ψ'λά στου πιτρουγκάζι έβραζαν.
Πάμι κάνα βολά, τι να φάμι. Εκατσάμι να φάμι εκεί, τι να φάμι του φαί έψηνι.
Πάμι μια φορά στο Καρποχώρι. Επιασε μια βροχή και β'λιάζει του τραχτέρι.
Ξεφόρτωστα τώρα απ'λες. Εβδομήντα τσιουβάλια, ογδόντα από πάν'.
Διπλιά πλατουφόρμα. Να βγεί του τραχτέρι κι να τα ξαναφορτώσει πάλι.
Κι να βρέχει... Καθόρι.
Να πιάντζ' του τσιουβάλι κι μόλις να του πιάντζ' να του σ'κώντζ' να λέει ο άλλος "Α! α! α! Αστου". Πιάνουνταν τα δάχλα εδώ. Δεν μπουρούσις να του σ'κώσεις απάν'. Εδώ τα δάχλα είχαν πιάσει ρόζια.
Το σήκωμα ήταν το πιο δύσκολου. Εξήντα κιλά εμείς, ενενήντα κιλά του τσιουβάλι. Άϊντε τώρα σήκουστου, να του πάρ'ς να του πας κι να ανέβ'ς απ'λες αψ'λά απ'του μπόντου κι να του βάλ'ς ντάνα.
"Α ρε Χρήστου" τον έλεγα τον Κατσιούλη "Α ρε δεν μπορείς να του σκώσ'; "Ελα να σ'κώσουμι εμείς" τον έλεγα "κι να πας εσύ στουν πόντου".
Μόλις έφτανι στα μισά απ'του πόντου πάινι μι του τσιουβάλι κάτ', πάφ!
Σαράντα, πενήντα στρέμματα χωράφι έβγαζι διακόσια, τσιουβάλια.
Κι να βλέπ'ς όπως είνι η πουταμιά οι πέτρις. Να βλέπ'ς τα τσιουβάλια μέσα!
Αϊ κουβάλατα τώρα. Να μπαίν'ς απ'λες κι να σι πιάνει πυρετός κι να κάνει
ζέστα. Νερό δεν υπήρχε κρύο.
Δ'λεύαμι απ'του πρωί μέχρι που είβλειπει η κουμπίνα. Αλώντζει ύστερα έφευγε, πάινι στον καταυλισμό. Ειμείς δλέυαμι μέχρι τσ'δέκα η ώρα τη νύχτα. Αναβι το τραχτέρι τα φώτα κι έπιρνις με τη σειρά τα τσιουβάλια. Το βράδυ όντας τελειώνις, έστρωνις ουντ'εικεί κάτ' κάνα δυό τσιουβάλια, έπιρνις και κάνα κουβέρτα απου πάν' και να έχ'ς κι τα κνούπια, να βαρείς αράδα τάκ. τακ. να μή σιαφείνουν να κοιμ'θείς του βράδυ. Πολύ κ'νούπι εκεί κάτ' ρε παιδί μου. Πω!Πω!Πω! Πολύ κ'νούπι.
Με το Δήμου πήγα κι στη Σιάτιστα. Εκεί να πααίνει του τραχτέρι, να ανεβαίνει έτσι... κι ύστερα να βλέπ'ς την κατηφόρα...
Τον έλεγα τον Πάτσιου, "Κάτσι να κατέβου κάτ' εγώ κι τράβα του εσύ".
Ηταν ένα μέρος εκεί, είχι μια πλατέα. Πλατέα ά, αφαλός ήταν.
"Α τα κατεβάσουμι εδώ κι α τα κουβαλίσουμε με τα γουμάρια να τα πααίν' στα σπίτια", τον έλεγα εγώ."Οχι θα κατιβούμι κάτ'", έλεγε ου Πάτσιους.
"Που να κατέβ'ς α ρα " του λέου. "Εδώ είνι γκρεμός, που να κατέβ'ς;"
"Θες να σκουτουθούμι;" του λέου.
Σαν κάνει κάτ' το τραχτέρι απ'λες, οι ρόδες έβγαζαν φωτιά απου πίσου με τα φρένα που πατούσι. Πετάχτ'καν εκεί από μέσα απ'τα σπίτια απ'λες.
"Βρε που πααίντς, βρε που πααίντς τον έλεγαν, θα σκουτουθείτι".

Νίκος Απόχας






ΟΙ ΠΛΙΘΑΔΕΣ ΤΟΥ ΒΑΛΤΙΝΟΥ
           
Παλαιότερα οι άνθρωποι του Θεσσαλικού κάμπου ήταν αναγκασμένοι να κτίζουν με τα ίδια τους τα χέρια τις κατοικίες τους, χρησιμοποιώντας υλικά, (ανάλογα με την μορφολογία του εδάφους) που τους πρόσφερε η φύση. Τα πλίνθινα σπίτια ήταν η πιο συνηθισμένη μορφή κατοικίας των αγροτικών περιοχών της Θεσσαλίας.
Για την κατασκευή των πλιθιών υπήρχαν ειδικά μαστόρια που όλη τη μέρα εργάζονταν σκληρά μέσα στη λάσπη.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή τους ήταν: φτυάρια, τσαπιά, τενεκέδες νερού, μια καζιάκα, ξύλινα καλούπια και πάνω απ’ όλα γερά μπράτσα.
Η εργασία γίνονταν συνήθως το καλοκαίρι που είχε αρκετό ήλιο και βοηθούσε να στεγνώσουν γρηγορότερα τα πλιθιά.
Από κοινοτική περιφέρεια, όπου υπήρχε αργιλώδες χώμα και προσφέρονταν για την κατασκευή πλιθιών, σκάβανε και βγάζανε το κατάλληλο χώμα.
Αυτό το χώμα το ζυμώνανε με νερό και άχυρο, πατώντας το με τα πόδια μέχρι να δουλευτεί καλά το χαρμάνι και να γίνει η κατάλληλη λάσπη.
Στη συνέχεια κουβαλούσανε με την καζιάκα αυτή την καλοδουλεμένη λάσπη και την μεταφέρανε στα ειδικά ξύλινα καλούπια.
Ρίχνανε την λάσπη στο καλούπι, την αφήνανε να στεγνώσει λίγο και μετά αφαιρούσαν το καλούπι.
Όταν στέγνωναν τα πλιθιά, με τον ήλιο και τον αέρα τα γυρίζανε από την άλλη μεριά, στο πλάι, για να στεγνώσουν καλύτερα.
Όταν στέγνωναν και ήταν έτοιμα, τα κουβαλούσαν με τα κάρα, στο μέρος που θα έκτιζαν το σπίτι και οι κτιστάδες αναλάμβαναν το κτίσιμο.
Το κτίσιμο γίνονταν «μονοπλίθι» δηλαδή, ο ένας πλίνθος έμπαινε πατητός (εγκάρσια) και δύο τρεχούμενα.
Στο χωριό Βαλτινό με την εργασία αυτή ασχολήθηκαν, για αρκετό καιρό, οι αδελφοί Νίκος και Γιάννης Απόχας.
Καθισμένοι λοιπόν, μια βροχερή μέρα του Νοέμβρη το 1996 μέσα στο καφενείο του χωριού μας, και κουτσοπίνοντας ουζάκι, ο Νίκος Απόχας άρχισε να ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του, να μας διηγείται και να μας περιγράφει με γλαφυρό ύφος, τις εμπειρίες του από την εποχή που «έκοβαν» πλιθιά.
Αφήσαμε το κείμενο ατόφιο, χωρίς να αλλάξουμε ή να διορθώσουμε κάτι για να διατηρήσουμε την ιδιωματική προφορά και την αυθεντικότητα της γλώσσας του τόπου μας.






Αφήγηση: "Το κόψιμο των πλιθιών"

«Τι να πρωτοπείς!!! δύσκολα χρόνια. Φτώχεια και κακό, ανίλα.
Θυμάμι μια φορά κόβαμι στην Παραπράστα. απ' λες. Μέσα ξυπόλιτοι, να βλέπ'ς τ'ασπράγκαθα..., τάχα έρχονταν έκοβαν λίγο με την κουσιά, δεν τα σκούπ'ζαν, τι να σκουπίσ', μαζεύονταν;
Τα πόδια από κάτ' έσπαζαν τ' αγκάθια, δεν έμπαιναν μέσα. Να πατάς μέσα και να φέρ'ς γύρα στη λάσπη σα να ήσαν βάλι. Φράπ φρούπ, να τη γυρνάς, ρίξε άχυρο...
Αρχνούσαμαν προτού να βαρέσι ο ήλιος και τελειώναμε βασλεύοντα ηλίου.
Βγάζαμαν δυόμισι χιλιάδες πλιθιά τη μέρα, παραπάνω δεν μπορούσες να βγάλ'τς. Αλλάζομάσταν όμως στη δ'λειά, σήμερα ήμαν ιγώ στο χαμούρι, την άλλη μέρα άλλος. Πιο δύσκολα ήταν στου σκάψιμου. Πήγηνες να βαρέσ'ς το τσαπί και να βγαίνει σι'απάν πέτρα... Α! του ρ'μάδι!
Ηρθαμαν στο αμήν. Α... να τ'απαρατήσουμι.
Θα τα παρατήσουμι, του λέου, του Γιάννη τουν Θ'κόμ' απ λες.
Λέει ο πατέρας σ'. Αρε κόψαμι ωχτό χιλιάδες, άλλες εφτά είναι, δεν θα υποφέρουμε;
-Τι να υποφέρ'ς αρέ του λέου. Ιδώ βαρείς κι βγάζει φωτιά του τσαπί, γαμώ τη μάνα γαμώ.
Ρίχναμι νερό από πάν' για να μουσκέψει, αλλά τίποτα.
Κι μας φέρ'ει  ένα ψωμί, απ'λες Μήτσιο, απ' δεν το 'τρωγαν ούτε τα βάλια.
Πέτρα, ξερό. Κι να δ'λέβ'ς  τώρα νηστ'κός.
Ξαποφασίσκα ύστερα εγώ, του λέου.
-Αυτό το ψωμί τρώς εσύ στο σπίτ'ς;
-Τι τρώου; λέει.
-Α έλα σπάστου εσύ, σπάστου ρε, φάτου εσύ του λέου. Αντε να μετρήσουμι τα πλιθιά, πόσα κόψαμι του λέου, να μας πληρώσεις και να φύγουμι.
Λέει. Ξέρ'ς εγώ τι έκανα; λέει
-Τι έκανες; του λέου εγώ.
-Ιπέρ'σι λέει, είχα κόψει πλιθιά με κάτι άλλα μαστόρια απ τα Τρίκαλα και μόλις τελείωσαν τς' λέου. Τι σας χρωστάου; Μ'είπαν αυτοί πόσο.
Αρε τσ'λέου μάστετα τα πράγματά σας και φευγάστε. Μα...
Άντε ρε μη βγάλου του σλιάρι απ' του τσαπί κι σας χωθού στο ξύλο, λέει. Του λέου εγώ.
-Την βλέπ'ς αυτήν τη γούρνα εδώ; Δεν θα μπορέσει να σι βγάλει όλη η Παραπράστα από δω μέσα! Αμα σι πάρου απ' του ποδάρι κι απ' το χέρι, του λέου, θα σι βρουντήσου μέσα, του λέου, κι δεν θα φανείς ντιπ, π'θενά!
-Τι λέει α; λέει.
-Αυτό απ σι λέου! Κάνε λογαριασμό να μας πληρώσεις κι να φύγουμι...
Μια άλλη φορά κόβαμε τα πλιθιά τ' Νικόλα Κόρακα. Ο Νικόλα Κόρακας, τον Γιώργου Πολύζο τον είχε ανηψιό.
Είμασταν πέντε άτομα, ο πατέρας σ', εγώ, ο Γιάντς Τσιγάρα, ο Γιάντς, ο θ'κός μ' κι ο Πολύμερος.
Ο Γιώργος Πολύζος δεν δούλευε, την είχε περάσει κοπάνα, έτσι σια ‘δώ - Σια ‘κεί. Λέει ο πατέρας σ'.
-Ρε Νίκο τι θα τον κάνουμι αυτόν τον άνθρωπο, Θα δλέβουμι εμείς κι θα πάρει ο Πολύζος λεφτά; Tι να τον κάνουμι, άν τον κυνηγήσουμι δεν μας τα δίνει ο Κόρακας τα πλιθιά, θα μας απαρατήσει.
Κάθε μέρα, μόλις κόβαμι, εφθάναμι χίλια πλιθιά πάεινει για κατούρημα αυτός.
-Θα πάου να δού λέει τώρα, είναι ξεβρακομένος ή έτσι κάθεται.
Πάει ο πατέρας σ', απ' λες, τηράει, ξαπλαριά ο Πολύζος. Τα ποδάρια απ' λες, απλωμένα κι κάθονταν.
-Τι κάν'τς α ρα Γιώργου του λέει αυτού;
-Τι κάνου λέει... α! ήρθα να κατουρήσου.
-Εσύ δεν κατουράς λέει, εσύ κάθησι. Αρε, του λέει, μάστα κι φεύγα, εμείς θα δλέβουμι κι σύ να κάθησι!!!
-Αμα φύγου εγώ λέει, τα πλιθιά τ' Κόρακα δεν τα κόβ'τει, λέει. Μας πατούσι απ'λες, κουμπί. Βρε γαμώ τη πουτάνα, κι ήταν δεκαπέντε χιλιάδες πλιθιά.
Κι να πείς πόσο τα πέρναμι σαράντα δραχμές τη χιλιάδα, αλλά περνούσαν τα λεφτά τότε όμως.
Θυμάμι μια άλλη φορά στη Νομή,  βγάζαμι όλη τη μέρα πλιθιά και το βράδυ καθήσαμι να φάμε και μετά να κοιμ'θούμε. Φάγαμι κι άφ'σαμε λίγο ψωμί και τυρί για το πρωί. Το βράδυ οταν κοιμ'θήκαμι πέρασε κρυφά κάποιος καντηλανάφτης και μας έκλεψε το φαγητό, φτώχεια κι αυτός ο φουκαράς.
Το πρωί όταν σ'κώθ'καμι και είδαμι που έλειπει το φαγητό, ο ένας έλεγε τον άλλον. Συ τόφαγες, όχι εσυ, κι ώσπου να μάθουμε ότι μας το πήρε ο καντηλανάφτης, μαλώναμε συναμεταξύ μας...
Μια άλλη φορά κόβαμε πλιθιά στον Θύμιο Τζίκα απ'τον Ασπρόβαλτο.
Μ' αυτόν δεν μπορούσαμι να συνενοηθούμι ντιπ, γιατί μίλαγε τριβλά.
Μας έφερνι κάθε πρωί γάλα. Δεν προπούσαμι να φάμι... Φρρρρ Φλουέρα.
Χα χα χα. Ε ρε παιδί μου τι γίνονταν!!!»

 Νίκος Απόχας








ΤΑ  ΛΑΔΙΑ
Η... ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΑΙΟΜΑΖΩΜΑ

Ο Νοέμβρης και ο Δεκέμβρης είναι οι μήνες που οι ελαιοπαραγωγοί, μαζεύουν τις ελιές τους. Μια περίοδος καίρια και σημαντική για την γεωργική παραγωγή, αφού οι ελιές και το λάδι, αποτελούν σημαντικά προϊόντα μας με παγκόσμια καθιέρωση και μεγάλη ζήτηση.
Κι όλη η διαδικασία της συλλογής της ελιάς, δίνει κάθε χρόνο την δυνατότητα για δουλειά σε χιλιάδες εργάτες, που απασχολούνται στο μάζεμα του ελαιοκάρπου.
Οι εργάτες και οι εργάτριες που μετακινούνταν τότε προς την Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και προς διάφορες άλλες περιοχές της Ελλάδας, προέρχονταν από τα χωριά μας, που αυτή την περίοδο δεν είχαν δικές τους γεωργικές απασχολήσεις.
Ολόκληρα καραβάνια ανθρώπων ξεκινούσαν προς τις περιοχές που διέθεταν και διαθέτουν και σήμερα, μεγάλους ελαιώνες και η παραγωγή λαδιού είναι
 η κυριότερη παραγωγή τους.
Αυτή η εποχική απασχόληση πολλών κατοίκων της περιοχής μας στο ελαιομάζωμα, απέφερε σημαντικό εισόδημα και εξασφάλιζε το λάδι της χρονιάς τους.
Έτσι, παρέες-παρέες μαζί με τις αποσκευές τους και όλα τα σύνεργά τους επιβιβάζονταν στα τουριστικά λεωφορεία και αναχωρούσαν για τις ελαιοπαραγωγικές περιοχές.
Εκεί τους περίμεναν οι εργοδότες οι οποίοι τους παρείχαν δωρεάν στέγη και φαγητό. Στην συνέχεια γίνονταν ο καταμερισμός της εργασίας.
Άλλοι εργάζονταν στα δένδρα, ράβδιζαν τις ελιές, άλλοι στο μάζεμα, άλλοι στα ελαιοτριβεία κλπ.
Η δουλειά ήταν σκληρή, δύσκολη και επίπονη, από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Χαρακτηριστικό ήταν το σκάσιμο και το μαύρισμα των χεριών από το λάδι.
Έτσι εκεί κοντά στα Χριστούγεννα που τελείωνε το ελαιομάζωμα άρχιζε η επιστροφή τους. Φορτωμένοι με τενεκέδες λαδιού, βαρέλια και πλαστικούς κάδους με ελιές καθώς και με γεμάτο το κομπόδεμά τους, επέστρεφαν στα
χωριά έχοντας εξασφαλίσει κάποια οικονομική άνεση μέχρι την άνοιξη που άρχιζαν και πάλι οι γεωργικές δουλειές.
Η ομαδική αυτή χειμωνιάτικη έξοδος προς τα ελαιοτόπια είχε γίνει για ολόκληρες τις δεκαετίες 1960 - 1970 - 1980  ένας θεσμός.
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Και βέβαια αυτή η ολιγόκαιρη ομαδική μετανάστευση προς τα ελαιοτόπια δεν παρατηρείται παρά μόνο από μικρές και μεμονωμένες μετακινήσεις.
Σ' αυτό συντέλεσαν δυο σημαντικές εξελίξεις. Πρώτα η άνοδος του βιοτικού επιπέδου της χώρας μας και έπειτα η παρουσία χιλιάδων Αλβανών στη χώρα μας.
Η παρουσία Αλβανών εργατών, που αυτή την εποχή απασχολούνται στην συλλογή
ελιών στις περιοχές ελαιοπαραγωγής, καθώς - όπως είναι γνωστό – είναι φθηνότεροι και συμφέρει η προτίμησή τους, απ' τους ελαιοπαραγωγούς.
Αυτοί, λοιπόν, οι δύο σημαντικοί παράγοντες συντέλεσαν ώστε να εκλείψει το φαινόμενο αυτό της μεγάλης μετακίνησης εργατών για τις ελιές.
Μια μηνιαία περίπου εσωτερική μετανάστευση που άρχισε πριν από 40 χρόνια και που όσοι την «έζησαν» την θυμούνται έντονα ακόμα και σήμερα.




Αφήγηση 1η: "Στα Λάδια" 

«Πάμι Αγληγόρη», του λέου ιγώ, «στα Λάδια».
«Θα βρούμι δλειά ρε Νίκο»; λέει αυτός.
«Α ρε πάμι» του λέου ιγώ, «σαματ'τι έχουμι να χάσουμι».
Ε, πήγαμι όλου το χωριό, απ λες, είκοσι - τριάντα άτομα.
Πάμι κατιβένουμι τς' Γαργαλιάν, ακριβώς τς' εικοσιωκτό Οκτωβρίου.
Οι ελιές, δεν είχε βρέξει να πάρουν να ραβδίσουν, γιατί άμα ήταν άβρεχτες έσπαζαν, περίμεναν βροχή.
Δλειά ντιπ. Είχαμαν κάτι λίγα λεφτουδάκια, τα φάγαμι, απ λες, ύστερα ντιπ δλειά. Ε, όπως κατέφκα εκεί στου μαγαζί, με λέει ένας. «Ερχόσι να ξικλαρίσ' κάτι ελιές» πούταν εκεί, τς είχε κομένες. «Ερχουμι» του λέου.
Πέρνου ιγώ τς κλαρίζου εκεί τα φκιάχνου τρακάδες, απ λες, έτοιμα ντιπ.
Τ' απόγεμα κατά τς' τέσσιρις η ώρα τέλειωσα.
Με πληρώνει ο άνθρωπος ένα χιλιάρκου, ου Αγληγόρς καθόταν στην πλατέα τς' Γαργαλιάν. Μι βλέπει κάνα φορά. «Α ρε λέει που έισι»; Του λέου
«Εφαγες»; «Που να φάου». «Εγώ έφαγα», του λέου «δεν θέλου να φάου. Ελα να πάμι εκεί στου εστιατόριου να φας, να πληρώσουμι και να φίγουμι». «Τι δούλιψεις»; «Δούλεψα» του λέου «πήρα ένα χιλιάρκου».
«Μη μαρτυράς» λέει ου Αγληγόρς, «αύριο δεν θάχουμι δλειά και δεν θα'χουμι φράγκου» λέει, «όλοι είπαν σήμερα ότι δλέυ'ς εσύ», Χα! Χα! Χα!
Την άλλη μέρα παίρνουμι του λειουφορίου, κατιβένουμι κατ' ήταν ένα μαγαζάκι, μπαίνουμι μέσα. «Ε γειά σας τα παιδιά, τι έγινε!!! Δλειά λέει δεν έχουμι, δεν ραβδίζουμι, αλλά θαρθήτε λέει να κόψουμι κάτ' ξύλα»; λέει.
«Ναι» του λέου «Τι ξύλα»; «Α ρε, λέει, κάτι πουρνάρια στην άκρη τς' Ελεώνες εκεί»! «Ναι, θα έρθουμι» του λέου.
Οι άλλοι οι Βαλτσινιώτες περίμεναν τώρα να ρθούμι εμείς απάν τς' Γαργαλιάν.  Χα! Χα! Χα!
Ε ρε ύστερα κι αρχινάει απ' λες του λιοτρίβι. Αρχίντσαν ράβδιζει ο κόσμους.
Εμείς με τουν Αγληγόρη δεν πήγαμι ντιπ.
«Δεν πάμι τώρα εμείς», λέει ου Αγληγόρς «καλά είμαστε, τώρα έχουμε, τρώμε, άμα πάμε να ραβδίσουμι, λέει, θα πιαστούμι μέσα, ύστερα θα μας πονέσουν τα χέρια, δεν θα μπορουμι», λέει, Χα! Χα! Χα!
Κι αρχνάμει ύστερα απ' λες, απ' τς έξι η ώρα μέχρι τς' έξι του πρωί.
Ούλ' τη νύχτα. Τη μέρα είχει άλλοι ντόπιοι απ' εκεί, δεν δούλευαν την νύχτα εκείνοι οι μάγκες. Κοιμάνταν τη νύχτα εκείνοι και δ'λέυαμαν εμείς.
Εγώ, ο Αγληγόρς, κι ου Χρήστους Σταμούλ'ς, ούλ'τη νύχτα.
Στου λιουτριβίου εκεί ο Χρήστους Σταμούλ'ς έριχνι στη σπαστήρα τσ' ελιές με τα τσιουβάλια. Κουβαλούσι απ'έξω κι τά 'ριχνι μέσα.
Εγώ με τον Αγληγόρη είμασταν στη σβούρα, ήταν μια σβούρα στρόγκυλη, πατούσεις με το πόδι κι έφερνε αυτό γύρα.
Έφιρι τρώιρα σ'ένα μεγάλο καζάνι. Απου κατ' είχει νερό ζεστό και ζεστένονταν, έβαζις το χέρι μέσα κι ήταν ζεστό. Γέμουνι ο τρουβάς απάν του χαμούρι απ' τς ελιές, τό'παιρνες και τόβαζες απάν με τα χέρια.
Αυτή τη δ'λειά ούλ'τη μέρα, όχι μια ώρα, δώδεκα ώρες.
Τη μέρα λίγου, λίγου, περνούσι, απ' λές η ώρα, ερχόταν κόσμος είχες κουβέντα.
Τη νύχτα ήσαν εσύ μοναχά μέσα, εμείς απού 'μασταν εργάτες κι τ'αφεντικό.
Εφυγνάμαν του πρωί τς'έξι απ'εκεί, παεινάμαν, που να παένεις. Πάς να κοιμθείς; Παεινάμαν στου μαγαζάκι εκεί, ήπινάμαν λίγου καφέ, εδώ τα παντελόνια έσταζαν λάδια σιακάτ. Το βγάζαμι του μαγκούφκου το κρεμούσαμι σ' ένα καρφί μέσα εκεί, εβάζαμι άλλο, απ' λες, να μη γεμώσουν κι οι κουβέρτες λάδια. Κοιμόμασταν, σ'κονόμασταν να του βάλουμε δεν μπορούσαμε.
Μέχρι να ζεσταθούν εδώ τα ποδάρια έλεγάμαν αμάν. Χα! Χα! Χα!

 Νίκος Απόχας








Αφήγηση 2η: "Στα Λάδια" 

Εγώ ουλουένα έπαιρνα μαζί με τον Αγληγόρη αυτού ια,  επαίρναμι από δώδεκα δοχεία κι τα υπόλοιπα τα ΄παιρνάμι λεφτά.
Επιρνάμι δώδεκα δοχεία ακριβώς ένα βαρέλι. Δεν τα πέρναμι στο βαρέλι, το βάζαμι στα δοχεία. Καλύτερα στα δοχεία γιατί από δω ήθελες να το βγάλ'ς πάλι απ'το βαρέλι να το βάλ'ς στο δοχείο. Κι ύστερα πάγουνι το Χειμώνα. Το Χειμώνα αν δεν έπαιρνες το δοχείο να το βάλ'ς στη σόμπα να ξεπαγώσει δεν έτρωγες λάδι. Χα! Χα! Χα!
Μια χρονιά, ήρθε κι ο Γιώργος ου Πράτας μια χρονιά μαζί με τον Λία Στάθη κι α οι δυό μακαρίτες. Είμασταν εκεί με τον Αγληγόρη.
Εμείς πάεινάμαν απ'τσ'εικοσιωχτό οχτωβρίου εκεί σαν να ήταν δικό μας το σπίτι, τα κρεβάτια μέσα εντάξει. Αλλά πότε δλεύαμαν πότε δεν δλεύαμαν. Εδώ δεν είχαμαν δλειά. Σαράντα, πενήντα μέρες στην Πελοπόνησο.
Βλέπουμε κάνα βολά τον Γιώργου Πράτα με τον Λία. Κατέφκαν απ του λεοφορίου εκεί απ'λες. «Ρε»! του λέου τον αγληγόρη, «ο Γιώργους Πράτα με τον Λία Στάθη». «Που ρε»; «Να τις».  «Κάτσε να δούμε που θα παέν».
Κατέφκαν εκεί. Α τσ' Γαργαλιάνοι είχει κανα δεκαριά σπίτια.
Ακούου κανα βολά, απ'λες, πού'πε εκεί στου μπακάλικου ο Γιώργος.
«Εδώ είναι κάνα δυο Τρικαλινοί. Που είντις»; «Α, μέσα στο κτίριο αυτού», λέει αυτός. Βγαίνουμε έξω εμείς «Βρε τι γένιτι; Kαλά; Τι γένιτι απάν, έβρεξε»;  «Που, δεν έβρεξε». Δεν είχαμε σπείρει στιάρια, εδώ δεν είχει βρέξει.
«Τι έγινι εμείς θα δλέψουμι»; «Δλεύουμι εμείς του λέου να δλέψτει και 'σείς. Τώρα κάτσι λέου άμα ρθεί τ'αφεντικό τώρα κι σας θέλει θα καθίσστει».
Ε, έφτασι κανα ώρα τ'αφεντικό κει πέρα, τον λέει ο Αγληγόρς,
«Κλάρη ήρθαν δυο χωριανοί μας, χρειάζισει άλλοι εργάτες»;
«Είστει τρεις εσείς», λέει - εγώ ο Χρήστος κι ο Αγληγόρς – «Α! Ας κάτσουν κι αυτοί οι δυο, πέντι», λέει, «άλλος θα κουβαλάει τσιουβάλια απ έξου», λέι, «άλλος έτσι, άλλος αλλιώς».
Ο Γιώργος ου Πράτας μόλις δούλιψει λίγου, κι έκανε να πάρει τέσιρα δοχεία τα γιόμσει με λάδι κι μας λέει «Αιντι γειά σας παιδιά». «Βρε Γιώργου».
Κι ήταν μέσα στη φούργια, στη δλειά. «Φτάνει λέει, τέσσιρα δοχεία λάδι» λέει «Ι, ά»! Τα γεμίζει. «Βρε Γιώργου εμείς, Λία». Πάτσαν, έφυγαν.
Την άλλη τη χρονιά ξαναήρθε ου Γιώργους.
«Τι να σι κάνου ρε Γιώργη. Ρε Γιώργη, τι να σι κάνου, εσύ κάθισι, μόλις παίρνς τέσσιρα δοχεία λάδι, τα γιομόζει φεύγ'ς. Τι να σι κάνου; Ο Αγληγόρς με το Νίκο εδώ κάθουντι μέχρι τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα τελειώνουν τα σχολεία, τα γυμνάσια, παίρνω παιδιά από κει κι γένιτι η δλειάμ'».
Την άλλη τη χρονιά πεθένει η γ'ναίκα τ'. Παίρνει τηλέφωνο απ' εδώ ου Γιώργους τον Κλάρη.
«Ελα, Γαργαλιάνοι αυτού»; «Ναι». «Σύ 'σαι Κλάρη»; «Ναι».
«Τι έγινε θα 'ρθούμε για δουλειά»; «Ειναι αγλήγορα ακόμα λέει, αλλά πέθανε η γ'ναίκα μ'». «Κι τι θα κάνουμι τώρα εμείς από δουλειά»; λέει. Χα! Χα! Χα!

 Νίκος Απόχας









Αφήγηση 3η : "Στα Λάδια"
  
Ωρέ χειρότερα απ τς' Αλβανοί ήμασταν εκεί! Μονάχα που δεν φοβάμασταν απ' την αστυνομία κι έβγινάμαν στα μαγαζιά.
Πάω απ' λες εκεί για να φάμι. Α! ήρθε η ώρα για φαί βγάζι κάνα δυό ελιές, μι φέρνει εκεί τουν τρουβά, τουν ανοίγω, ένας τρουβάς τραγίσιους, ούλου τρίχα.
Τειράου απ'λες ούντι έτσι του ψωμί μέσα.
Ε! γαμώ την καντίλα τ', πούθε να καθαρίσς, εδώ είχε τρίχες το ψωμί.
Έβγαλα όλη τη πέτσα απου παν κι απου κάτ κι έτρωγα το μαλακό μέσα.
Μι λέει μένα «γιατί του καντς έτσι»; «Τι  να φάου ρε»; του λέου. «Τς' τρίχες θα φάου»; Καθόταν κι τειρούσι έτσι στα μάτια.
«Θα φάου τς' τρίχες σιακάτ αρέ!» του λέου, «δεν είχες μια εφημερίδα να του τυλίξεις κάνειμ' ή ένα μισάλι» του λέου.
«Α!», λέει «η γυναίκα τόβαλε». Του λέου «αύριο δεν έρχουμι για δουλειά» του λέου. «Γιατί»; λέει. «Α ρε, θα ψουφίσου απ την πείνα!» του λέου.
«Έλα ρε μι λέει θα κάνου ετοιμασία, δεν ήξιρε σήμερα η γυναίκα μ' κι ξέρω γω»… «Α, θα έρθου του λέου να δούμι τι ετοιμασία θα έχ'ς.»
«Α ρε θα μι φάει η δ'λειά λέου και το ψωμί μέσα στον τρουβά ούλου τρίχα».
Αμάν - ζαμάν να τα ξαναφκιάξουμι!

 Νίκος Απόχας









"Ένας μπράτιμος θυμάται"

Λοιπόν θα σι που όταν παντρεύονταν η θειά η Πανάιου που πάει στή Μεγάρχη η αδελφή του Μήτσιου Κατσιούλη.
Λοιπόν ιγώ είμαν πιτσιρικάς ίσα με δέκα χρονών, ο πατέρας μ' ήταν πιθαμένους, το 1926.
Λοιπόν, ένας αξάδελφους δικός μ' ήταν απ' του Μεγάρχη, κρατούσι φλάμπουρο, ο Γάτους ο Γιώργος κ' είχει του φλάμπουρου αυτός.
Όχι!!!, του είχει άλλους του φλάμπουρου. Του λέου τουν αξάδελφου μ'. «Πέστουν να μι του δώσει ιμένα», γιατί εκάναμι εξαγορά τότι με του φλάμπουρου. Του πέρνου του φλάμπουρου απ' λές, κι ανιβένου αψλά στου σπίτι του Κατσιουλέικου.
Όταν έγιναν τα στέφανα, στεφάνωνε ο Τζερτζενές ο παπούς. Τα γένια ο Τζερτζενές τάχει κοσιάνες, δυό κοσιάνες, τυλιγμένα τα μαλλιά πίσω, λοιπόν, φουστανέλα μελινίσια, κάλτσα, τσαρούχι τρίχινου. Παλικάρι, πως το λεν. Αυτόν είχει κουμπάρου.
Τέλειουσαν τα στέφανα, να πούμι, γιατί τότι τσέπαιρναν του κόσμου στα σπίτια κι τς’ φίλιβαν.
Μι λέει, «φέρει του φλάμπουρου εδώ ρε!»
«Δώς μου πέντε δεκάρες», λέου ιγώ, ήταν πολλές τότε.
Μπα τίποτα! Σ' απάν ιγώ στον καβαλάρη ψ’λά με του φλάμπουρου.
Μι λέει ο ξαδελφός μ'. «Α ρε, κατέβα κάτ', ά ρε, δώστου να φύγουμι».
«Ρίξτα του λέου».
Χα! χα! χα! και πείρα μι φένιτι δυό δεκάρες. Χα! Χα! Χα!

Στέφανος Ψύχος








ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Η μαμή του Βαλτινού
"Σταυρούλα Κλιάκου"

Η Σταυρούλα Κλιάκου έδωσε την συνέντευξη αυτή στον Δημήτρη Τσιγάρα τον Ιούλιο του 1996. Την παρουσιάζουμε ατόφια, χωρίς να αλλάξουμε ή να διορθώσουμε κάτι για να διατηρήσουμε την ιδιωματική προφορά και την αυθεντικότητα της γλώσσας του τόπου μας.

-Κυρά Σταυρούλα, γνωρίζουμε ότι παλαιότερα υπήρξατε η μαμή του χωριού.
Πείτε μας τι θυμόσαστε από τότε, πως ξεγεννούσατε τις έγκυες γυναίκες;
Πρώτη φορά ξικίντσα σε μια νυφαδιά μ'. Τό'βγαλα του μικρό κι απού κεί άρχισα συνέχεια να ξιγεννάου. Έχω βγάλει 380 παιδάκια. Τρία έβγαλα πιθαμένα. Ήταν όμως πιθαμένα μέσα στη μάνα τ'.
Η μια ζήλεψι μπακαλιάρο με ρύζι - η Μαγκάτινα - κι πέθανι του κούτσκου μέσα. Τρεις μέρες φουσκουμένου, μαύρισε μέσα. Ερχετι μι λέει ο Μαγκάτος
«Τι λες»; Θα του βγάλου, λέου. Το 'βγαλα κι δεν έπαθι τίπουτα η γυναίκα.
Ένα έβγαλα τ'ς Στέφου Ψύχου. Το ίδιο κι αυτό, φουσκουμένου μέσα, μαύρο.
«Τι λες αξαδέλφη»; λέει ο Μήτσιους Ψύχου. Του λέου θα του βγάλου.
«Θα το βγάλ'ς»; λέει. Το 'βγαλα κι αυτό.
Ένα τ'ς Ηλία Τσιμπώνη. Πάεινει στη Τύρνα απάνου, με τη γυναίκα τ' κι την ήρθε να κάνει 'μετό. Έβγαλε του κεφάλι απ' έξω να κάνει 'μετό και σπάζει του κεφάλι απ' του κούτσκου. Έρχετι εδώ, μι λέει: «Συμπεθέρα αυτό κι αυτό»...
Του λέου: Θα 'ρθού. Πήγα εκεί, να πούμι, του λέου: Τήρα να δεις, συμπέθερε. Πιάνου μαλλιά και κεφάλι π' θενά.
«Κάν'τη δ'λειάς κι θα σε πω αργότερα», λέει. Του βγάνου του κούτσκου, μ'σουζοντανό του καημένου.
Λέου: Δεν του βαφτίζουμι κιόλας, στουν αέρα, αφού είναι ζοντανό;
Του βάφτσαμαν στουν αέρα κι πέθανι. Αφού του κεφάλι ήταν τσιάτσιαλα, ντιπ.
Στη Χριστοφορίνα έμειναν τα στρώματα μέσα. Είχαν άλλη μαμή. Έρχετε εδώ ο Νικόλας.
«Τι λες Σταυρούλα»; Πλημμύρα... κακό, 'κείνο το βράδυ. Του λέου: Άμα δεν έκλεισε η μήτρα θα του βγάλουμι. Παένου εκεί, την είχαν τα ρούχα σκισμένα κι την έβαναν πανιά κρύα, εδώ στη κοιλιά. Αυτή, ούτε έβλεπε ούτε... Όσο έπαιρνε ανάσα. Καμιά φορά τηράου. Α! είμαστε εντάξει λέου. Φέρτε... Καθαρίζου τα χέρια καλά, τα αλοίφου λάδι, βάνου του χέρι μέσα, του βγάνου του ένα του στρώμα, ξανά του βάζου, βγάζου κι τ' άλλο. Λέει αυτή:
«Χριστόφορε, ποιός μ'έκανε αυτό του καλό»;
«Η σταυρούλα», λέει αυτός. «Θα πάρ'ς τη γιλάδα να πας να τη δέσεις στ' αχούρι τ'ς… Για μένα αυτή είναι θεός», λέει, « μ' έσουσε τη ζωή»!
Τι να σι που! Έχου βγάλει κι διπλάρκα, τέσσερα-πέντε.
Έβγαλα τ'ς Χρύσου, έβγαλα τ'ς Μήτσινα αυτού την Πετρέικη, έβγαλα απ' του Βάλτου, απ' τη Παπαράντζα, που δεν πήγα!!!
-Μόνη σας μάθατε να ξεγεννάτε, ή σας έδειξε κάποιος άλλος;
Όχι, μόνη μ'. Δεν ξέρου κι γράμματα. Δεν πήγα σε σχολείο. Ήμαν κι ψυχουκόριτσου κι μ' έστελναν στα γίδια, στα πρόβατα, στα γρούνια, στουν Τσίλια του Σταυρέκα, να πούμι, κι μαναχιά μ' ξικίντσα σ' αυτό του πράμα.
-Θυμάστε κάποια άλλη ιδιόμορφη περίπτωση; Κάπου να δυσκολευτήκατε...;
Καλά δυσκολία μεγάλη! Από βραδύς μέχρι το πρωί, την άλλη μέρα τύχαινα.
-Δηλαδή, η γέννα διαρκούσε και δυο ημέρες;
Ναι, ναι έκανα κι δυο μέρες, αλλά όμως δεν τ'ς πείραξα τ'ς γυναίκες καθόλου. Ούτε σφάλμα δεν τ'ς άφ'σα.
Με παραδέχθηκε... έμαθε ο Προυσουλίδης κι μ' ειδοποίησε, κι πήγα.
-Ο Προυσουλίδης ποιός είναι;
Γιατρός. Ήταν μάμος αυτός κι λέει:
«Εσύ είσαι η Κυρά Σταυρούλα»;
Ναι, του λέου. «Συγχαρητήρια!» λέει, «έμαθα ότι είσαι άριστη μαμή»!
«Συγχαρητήρια απού μένα»! λέει «κι δίχως να πας π'θενά να μάθεις, να τχιός, ντίπ!!!»
Ύστερα, γιλάδες...
-Δηλαδή, ξεγεννούσατε και ζώα;
Ναι! Τ' ανάποδα ερχόταν τα μ'σχάρια, θα τα 'βγανα. Τα ίσια ερχόταν θα τά 'βγανα. Έβγαινε η κίτη όξου, ίσια μι ένα καζάνι έχουν αυτές οι γιλάδες κίτη, την καθάρ'ζα καλά, την άλοιφα λάδι, την έβανα μέσα, την έραβα, εντάξει η γιλάδα.
Μια τ' Χήτα, μιά τ' Κουλιό εδώ δας και δεν θυμάμαι τίνος άλλη ήταν. Έχου βγάλει πολλά. Ζώα κι κόσμου.
-Κυρά Σταυρούλα, σ' ευχαριστούμε πάρα πολύ για όσα μας είπες!
Παρακαλώ μάνα μ'.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου